- παμφυής
- παμ-φῠής, ές,A combining all natures, δέμας, of Pan, IG42(1).130.19 (Epid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παμφυής — παμφυής, ές (Α) (για τον Πάνα) αυτός που συνδυάζει τα πάντα στη φύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φυής (< φύομαι), πρβλ. ευ φυής] … Dictionary of Greek
παμφυές — παμφυής combining all natures masc/fem voc sg παμφυής combining all natures neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek